- κατάπηξη
- η (Α κατάπηξις) [καταπήγνυμι]1. μπήξιμο πασσάλων στη γηνεοελλ.χάραξη δρόμου ή οχύρωσης με πασσάλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπήξῃ — καταπήγνυμι stick fast aor subj mid 2nd sg καταπήγνυμι stick fast aor subj act 3rd sg καταπήγνυμι stick fast fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)